θιγμοτροπισμός

θιγμοτροπισμός
ο
βιολ. τάση των οργάνων μερικών φυτών να αντιδρούν με κάμψεις ή περιελίξεις κατά την περίοδο τής αύξησης τους, όταν έλθουν σε μονόπλευρη επαφή με ένα στερεό αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thigmotropism < thigmo- (πρβλ. θίγμα) + -tropism < -trope (πρβλ. τρόπος) + -ism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”